Οι Βλάχοι του Αλμυρού
Οι Βλάχοι της περιοχής Αλμυρού είναι γνωστοί με το όρο «Αρβανιτόβλαχοι» ή «Αρβαντόβλαχοι». Ο όρος αυτός υποδηλώνει εκείνους τους Βλαχόφωνους Έλληνες που οι πρόγονοι τους είχαν βρεθεί να κατοικούν στις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου. Αυτή τους η συνύπαρξη με τους εκεί κατοίκους είχε σαν αποτέλεσμα την γνώση εκτός της Βλάχικης, της Ελληνικής, αλλά και της Αλβανικής γλώσσας, η οποία επικρατούσε ως γλώσσα συνεννόησης και συναλλαγών στις περιοχές τους. Δηλαδή οι Αρβανιτόβλαχοι είναι ένας από τους κλάδους των Βλάχων οι οποίοι στις μέρες μας είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας. Από την άποψη της γλώσσας δηλαδή, ήταν όλοι τρίγλωσσοι (ελληνικά, βλάχικα και αλβανικά).
Η κοιτίδα των Βλάχων του Αλμυρού είναι η ευρύτερη περιοχή του χωριού Φράσσιαρη (ή Φράσσαρα) της σημερινής Νότιας Αλβανίας. Η Φράσσιαρη (Frashari ή Frasher) γύρω στα 1700 ήταν μία δυναμική κωμόπολη στην περιφέρεια της Πρεμετής, η οποία αποτελούνταν από Βλάχους οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και τα μουλάρια (αγωγιάτες). Είχε πάνω από 600 σπίτια και πολλές εκκλησίες. Κατόπιν καταστράφηκε τρεις φορές από τους Οθωμανούς και πολλοί Φρασσαριώτες κατέφυγαν στην γειτονική περιφέρεια της Κορυτσάς και κυρίως στα χωριά Δάρδα, Ντεσνίτσα και Πλιάσα απ΄ όπου και κατέβηκε η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων του Αλμυρού. Σήμερα πάρα πολλοί Φρασαριώτες βρίσκονται ακόμη και στις μέρες μας στην περιοχή της Κορυτσάς. Επίσης πάρα πολλοί είναι στην Αμερική και μάλιστα ο εκεί Σύλλογος τους έχει ιδρυθεί το 1903. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές διακρίνονταν για τον ανδρείο και σκληρό χαρακτήρα τους. Διατηρούν αρκετά παλιά έθιμα τους, ακόμη και τη βεντέτα. Ο κύριος λόγος δημιουργίας βεντέτας είναι η μη τήρηση της υπόσχεσης για κάποιον κανονισμένο γάμο. Αξιοσημείωτο είναι πως λόγω της μετακινήσεως του πληθυσμού το καλοκαίρι, και επειδή οι αγωγιάτες απασχολούνταν πολύ και σε μη βλαχόφωνες περιοχές, όλοι οι άνδρες ήταν πολύγλωσσοι. Εκτός από τα βλάχικα, τα ελληνικά, και τα αλβανικά όπως προείπαμε, αρκετοί ακόμη μιλούσαν την βουλγάρικη, κάποιοι ακόμη και την τούρκικη γλώσσα. Η γλώσσα των Φρασσαριωτών είναι μία πρωτο-ρωμαϊκή διάλεκτος, η οποία εξ αιτίας της αργής τους ανάπτυξης είναι η πιο απαρχαιωμένη συγκριτικά με άλλα νεολατινικά ιδιώματα, και με τις λιγότερες ξένες επιρροές. Η εσωστρεφής και απομονωμένη ζωή τους, προστάτεψε την γλώσσα τους από επιρροές άλλων βαλκανικών φυλών. Οι ξενόφερτες λέξεις στο Φρασσαριώτικο ιδίωμα είναι αλβανικές και τούρκικες. Οι ελληνικές λέξεις στο λεξιλόγιό τους έχουν να κάνουν με τεχνικούς, στρατιωτικούς ή διοικητικούς όρους και σε κάθε περίπτωση εισήχθησαν αφού η γλώσσα είχε ήδη διαμορφωθεί.. Είναι μία γλώσσα σχεδόν δύο χιλιάδων ετών, και θεωρείται μία από τις αρχαιότερες και «καθαρότερες» γλωσσικά της Ευρώπης (λόγω των ενδογαμιών). Όσον αφορά τα επαγγέλματα τους ήταν αποκλειστικά κτηνοτρόφοι και μεταφορείς - κυρατζήδες. Ελάχιστοι ήταν και ραφτάδες οι οποίοι όμως ήταν φημισμένοι για την δουλειά τους και τροφοδοτούσαν μάλιστα και όλη την αγορά της Κορυτσάς.
Φρασσαριώτισες της Κορυτσάς το 1905 (φωτό αφοί Μανάκια)
Σε κάθε τσελιγκάτο αποκλειστικός «κουμανταδόρος» ήταν ο τσέλιγκας, ένα σεβάσμιο απ' όλους πρόσωπο που ρύθμιζε όλες τις οικονομικές δοσοληψίες και όχι μόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ρύθμιζε ακόμη και τους γάμους των νέων. Ο λόγος του ήταν νόμος. Σε περίπτωση θανάτου του, η εξουσία μεταβιβαζόταν στον μεγαλύτερο από τους γιους του. Ένα άλλο ισχυρό και συνηθισμένο έθιμο των Φρασσαριωτών ήταν το να γίνονται κάποια αγόρια «αδελφοποιτοί». Στην περίπτωση αυτή ορκίζονταν στο ευαγγέλιο («φορτάτς ντ' ευαγγέλιο»). Πήγαιναν στον παπά ο οποίος διάβαζε μία ευχή, και σε ένα ποτήρι με κρασί έσταζαν αίμα από τα δάχτυλα τους το οποίο και έπιναν. Ήταν συχνότατο φαινόμενο και συμβόλιζε την ένωση των Φρασσαριωτών και τους ισχυρούς δεσμούς που τους ένωναν.Τελείως ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ μερικά από τα μεγαλύτερα ¨φαλκάρια¨ (φάρες) Φρασσαριωτών: Μπάρδας, Τόρης, Μόσιος, Τσούτσας, Μπουλαμάτσης, Βλιώρας, Ρόσσιος, Κουτίνας Πατσέας, Νάστας, Τόνας, Τόπας, Γκάγκας, Τσαραόσης, Ρέππας, Δημάκης, Γιάννας ή Γιάννος, Χαντζιάρας, Πιτούλης, Φάτσης, Τράσιας, Κούρος, Στεργίου.Οι μεγαλύτερες εγκαταστάσεις Φρασσαριωτών - Αρβανιτοβλάχων στην Θεσσαλία είναι ο Αλμυρός, το Σέσκλο, το Αργυροπούλι (Καρατζόλι) Τυρνάβου, η Ροδιά Τυρνάβου και η Νέα Ζωή (πρώην Μπούρσιανη) Καλαμπάκας. Σχεδόν όλοι στους ανωτέρω οικισμούς έχουν δεσμούς συγγένειας με τους αντίστοιχους Φρασσαριώτες που βρίσκονται στην Κατερίνη (περιοχή Νοσοκομείου) αλλά και στην Νιζόπολη Σκοπίων (περιοχή Μοναστηρίου). Υπάρχουν μαρτυρίες αιωνόβιων γερόντων που το αποδεικνύουν αυτό, γραπτά κείμενα, ήθη και έθιμα διαφορετικά από των άλλων Βλάχων, πάρα πολλά κοινά επίθετα φυσικά, και βέβαια και το μοναδικό πολυφωνικό τραγούδι το οποίο είναι γνώρισμα κυρίως των Φρασσαριωτών. Στους Φρασσαριώτες το πολυφωνικό τραγούδι είναι γενικευμένο, ενώ η ατομική εκτέλεση σχεδόν ανύπαρκτη. Είναι ένα φαινόμενο ίσως μοναδικό στον Ευρωπαϊκό χώρο. Ο Γάλλος περιηγητής Michel Sivignon αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Αρβανιτόβλαχους - Φρασσαριώτες: «Ήρθαν στην Θεσσαλία πριν έναν αιώνα τουλάχιστον, διωγμένοι από την Αλβανία το πιθανότερο από κάποιο πολιτικό γεγονός. Συνέχισαν να ασκούν τις ποιμενικές τους δραστηριότητες, αν και πολλοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Τυρνάβου. Αυτή είναι η περίπτωση στο Αργυροπούλι που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού του μεγάλου χωριού.Παραδόξως ο Αλμυρός συγκεντρώνει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό οικογενειών που έχουν γεννηθεί στην νότια Αλβανία, δείγμα των παλαιότερων ποιμενικών σχέσεων που διατηρούσαν οι Βλάχοι ανάμεσα στην πεδιάδα του Αλμυρού και στα βουνά της Κορυτσάς.» Από έναν πίνακα του Υπουργείου Εξωτερικών έχει πιστοποιηθεί πως μόνο ανάμεσα στο 1878 και στο 1880 εγκαθίστανται στον Αλμυρό 163 βλάχικες οικογένειες, ενώ εγκατάσταση Βλάχων έχουμε και μετά την απελευθέρωση του Αλμυρού το 1881, αλλά και μετά τον άτυχο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Δυστυχώς στον προηγούμενο πίνακα δεν μας δίνεται κανένα στοιχείο για τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας. Αν υποθέσουμε πως κάθε οικογένεια είχε 5 μέλη τουλάχιστον, μιλάμε για μετεγκατάσταση 800-900 ατόμων από την Κορυτσά μόνο μέσα σε δύο έτη (1878-1880).
Ο μεγαλοτσέλιγκας της Κορυτσάς και του Αλμυρού Σπύρος Μπαλαμάτσης (Μπουλαμάτσης)
Να ξεκαθαρίσουμε ακόμη πως δεν μιλάμε μόνο για την πόλη του Αλμυρού γιατί εδώ συμπεριλαμβάνονται και τα κοντινά χωριά Νεράιδα και Ανθότοπος, τα οποία κατοικούνταν κατ΄ εξοχήν από Βλάχους. Επίσης και η Σούρπη στην επαρχία Αλμυρού έχει σημαντικό αριθμό βλάχικων οικογενειών (τουλάχιστον 500-600 άτομα).Επίσης ένα άλλο σημείο το οποίο δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο αφορά το τι γινόταν στην περιοχή Αλμυρού πριν το 1878. Είναι γνωστός ο θρύλος που θέλει τα μουλάρια τα οποία μετέφεραν τα υλικά για να χτιστεί η εκκλησία του Αγίου Νικολάου το 1802, να ανήκουν σε βλάχους αγωγιάτες. Και όχι μόνο τα υλικά, καθώς είναι καταγεγραμμένο πως και την εικόνα του Αγίου Νικολάου η οποία στόλισε εκείνη την πρώτη εκκλησία, την έστειλαν Βλάχοι από την Κορυτσά, άλλο ένα δείγμα των στενών σχέσεων αυτών των δύο περιοχών. Η πλάκα η οποία ήταν εντοιχισμένη στον ναό άλλωστε έγραφε: «Η παρουσα η εκκλησία του εν αγίοις πατρός ημών νικολάου, αρχιερατέβοντος του θεοφιλεστάτου επισκόπου κιρήου Ηεροθέου κε εξόδων τον Φιλοχρήστων διά χίρας Μαστοροδήμου Ζαπανιότη κε επιτροπεύοντος κολλίγον κε κερατζίδων έτος αωβ Δικεμ. 30». Κυρατζήδες (αγωγιάτες - μεταφορείς δηλαδή) τότε, ήταν μόνο οι Βλάχοι της περιοχής, άρα λογικά σε αυτούς αναφέρεται.Αξίζει να σημειωθεί εδώ επίσης, ότι το 1854 σε μία εξέγερση για να απελευθερωθεί η επαρχία Αλμυρού από τους Τούρκους οι Έλληνες αγωνιστές είχαν διώξει τους Τούρκους που ήταν οχυρωμένοι στον παλαιό Πλάτανο. Όταν ελευθερώθηκε το χωριό Πλάτανος, οι Τούρκοι οχυρώθηκαν πλέον στον Αλμυρό, τελευταίο καταφύγιό τους και ενώ οι αγωνιστές μας ήταν έτοιμοι να τον ελευθερώσουν, οι Τούρκοι συνέλαβαν 1500 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων που παραχείμαζαν στον κάμπο του Αλμυρού απειλώντας να τους σκοτώσουν. Οι Έλληνες επαναστάτες και οι τοπικοί οπλαρχηγοί Πανουριάς, Κώστας Τζαμάλας, και Βελέντζας, μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο να χαθούν 1500 οικογένειες, οι οποίες σημειωτέον, κατά τους υπολογισμούς των καπεταναίων μπορούσαν να δώσουν 500 πολεμιστές αναγκάστηκαν να υπογράψουν συμφωνία με τους Τούρκους που υπερασπίζονταν τον Αλμυρό με την οποία συμφωνούσαν οι μεν Τούρκοι να ελευθερώσουν τις 1500 αρβανιτοβλάχικες κτηνοτροφικές οικογένειες, ενώ σε αντάλλαγμα οι Έλληνες να ελευθερώσουν τους 240 αιχμαλώτους που είχαν πιάσει από το στρατό του Μέτζου Μελισσόβα και του Αλή-αγά με την προϋπόθεση ότι αυτοί οι 240 έπρεπε να φύγουν εντελώς από τη Θεσσαλία. Τα παραπάνω είναι καταγεγραμμένα σε επιστολή εκείνης της εποχής του καπετάνιου Παπαηλιόπουλου στον πατέρα του Γεώργιο Παπαηλιόπουλο γερουσιαστή, στην Αθήνα,Αυτό που απομένει είναι να γίνει μία ολοκληρωμένη μελέτη για τους Βλάχους της περιοχής του Αλμυρού που θα φωτίσει όλες τις πτυχές της πλούσιας ιστορίας τους.
Παλιά εικόνα Αγίου Νικολάου, 1802, προσφορά Βλάχων κυρατζήδων από την Κορυτσά.
Οι Βλάχοι της Σούρπης
Η Σούρπη είναι χωριό της επαρχίας Αλμυρού στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Μαγνησίας. Διοικητικά αποτελεί ξεχωριστό Δήμο και απέχει 275 χλμ. από την Αθήνα και 250 χλμ από τη Θεσσαλονίκη. Από τον Αλμυρό δε, απέχει 15 χιλιόμετρα. Εμφανίζει έναν σημαντικό αριθμό οικογενειών βλάχικης καταγωγής. Περίπου 600 κάτοικοι της Σούρπης (γύρω στο 30% του χωριού) έχουν βλάχικη καταγωγή, ανήκοντας στην ομάδα των Αρβανιτόβλαχων ή Αρβαντόβλαχων.
Ακριβή στοιχεία για το πότε εμφανίστηκαν οι πρώτοι Βλάχοι στην περιοχή δεν υπάρχουν. Πιστεύεται ότι περίπου στο 1800 εμφανίστηκαν οι πρώτοι Βλάχοι κτηνοτρόφοι στην εύφορη πεδιάδα της. Μάλιστα οι πρώτοι Βλάχοι ποιμένες ζούσαν όχι στο σημερινό χωριό, αλλά στον δρόμο Σούρπης – Αμαλιάπολης (Μιτζέλας) στο 4ο χιλιόμετρο, στην τοποθεσία που σήμερα είναι η ερειπωμένη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Εκεί ο μεγάλος τσέλιγκας της περιοχής Δήμος Κωστούλας είχε τα κοπάδια του και είχε δημιουργήσει έναν οικισμό για τους βοσκούς που δούλευαν γι αυτόν. Αυτόν τον οικισμό οι Βλάχοι στη γλώσσα τους τον αποκαλούσαν ‘’χοάρα τσανίκε’’ δηλαδή το ‘’μικρό χωριό’’ αφού εκεί ξεχειμώνιαζαν μόνο και συνεπώς ο οικισμός δεν μπορούσε ποτέ να αναπτυχθεί και να γίνει μεγάλος. Γύρω στα 1890 ο οικισμός αυτός όμως εγκαταλείφθηκε από τον Δήμο Κωστούλα και όλοι μαζί μετακινήθηκαν στη Σούρπη. Σε ανάμνηση εκείνου του ναού όμως, η οικογένεια του Δήμου Κωστούλα το 1892 ξεκίνησε την κατασκευή αντίστοιχου ναού του Αγ. Γεωργίου στη Σούρπη ο οποίος και ολοκληρώθηκε το 1907. Οι απόγονοι του Δήμου Κωστούλα διατήρησαν το όνομα του (Δημοκωστούλας – Δημοκωστουλέοι), ενώ οι οικογένειες των κτηνοτρόφων που είχε στη δούλεψη του ονομάστηκαν Κωστούλα.
Στην Σούρπη τώρα, η περιοχή την οποία επέλεξαν να μείνουν οι Βλάχοι είναι η λεγόμενη Ντάμτσα, αν και οι Δημοκωστουλέοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω από τον ναό. Όλη η περιοχή της Ντάμτσας κατοικείται από οικογένειες με Βλάχικη καταγωγή. Τα επαγγέλματα τα οποία εξασκούσαν ήταν του κτηνοτρόφου κυρίως και λιγότερο του κυρατζή-αγωγιάτη. Αργότερα άρχισαν να ασχολούνται και με την γεωργία. Τα κοπάδια που είχαν χειμαδιό στη Σούρπη το χειμώνα κυρίως μεταφέρονταν στην Όθρυ. Με νόμο του Βενιζέλου το 1930 απέκτησαν το δικαίωμα να έχουν κλήρο, χωράφια δηλαδή, και μάλιστα μία τοποθεσία στο δρόμο προς την μονή της Παναγίας Ξενιάς τα ‘’Βλαχαμπελάκια’’ διασώζει αυτό ακριβώς το γεγονός. Όσον αφορά την περιοχή από την οποία ήρθαν στην Σούρπη οι Βλάχοι κάτοικοι της δυστυχώς δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς. Πολλοί ηλικιωμένοι θυμούνται ότι οι πρόγονοί τους είχαν έρθει από την περιοχή της Ανθήλης και της γειτονικής Δαμάστας του νομού Φθιώτιδος. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι δικοί τους πρόγονοι κατέβηκαν από την περιοχή της Κατερίνης και κάποιοι λένε ότι τους έλεγαν ‘’Φάρσαρους’’ προφανώς γιατί υπήρχε σχέση με την περιοχή της Φράσσαρης στη Βόρεια Ήπειρο απ΄ όπου έλκουν και την καταγωγή τους οι Βλάχοι του Αλμυρού. Βλάχικες οικογένειες της περιοχής είναι οι: Δημοκωστούλας, Κωστούλας, Σώμος, Ντόκος, Δερβίσης, Γιάγκος, Γιαννακές, Παλαμίτης, Τσολάκης, Γκιάτης, Πατσίτας, Γκαμαλέτσος, Μότσας, Τάμπας, Σπανός, Ταγκούλης, Ζιώγας, Κίζης, Ταμπαξής, Παππάς, Αναγνώστου-ης, Μπίκος, Ζούρκος, Στέφος, Μητράκος, Ζαρκάδας, Μητετές, Μάνος, Μήλιος, Κιάκος, Κέντρας.
Σούρπη 1895 περίπου: Αικατερίνη Ντίνου, Κων/νος Ντίνου,
Θεοδώρα Στεργίου, Δημήτριος Στεργίου